Gasmouloi

http://dbpedia.org/resource/Gasmouloi an entity of type: WikicatByzantineMercenaries

Die Gasmulen oder Gasmuli (mittelgriechisch γασμοῦλοι, Singular: γασμοῦλος), bzw. Vasmuli (mittelgriechisch βασμοῦλοι, Singular: βασμοῦλος) waren Personen, deren Vorfahren byzantinische Griechen und "Franken", also West-Europäer waren. Die Bezeichnung fand in den letzten Jahrhunderten des byzantinischen Reiches Verwendung, als Kreuzritter Verbindungen mit Griechinnen eingingen. Später wurden Gasmulen als Marinesoldaten in der Byzantinischen Marine von Kaiser Michael VIII. (r. 1259–1261) aufgenommen. Damit verlor die Bezeichnung ihre ethnische (abschätzige) Konnotation. Seit dem 14. Jahrhundert bezeichnete sie Militärpersonal generell. rdf:langString
The Gasmouloi (singular: Gasmoulos; Greek: γασμοῦλοι, singular: γασμοῦλος) or Vasmouloi (singular: Vasmoulos; Greek: βασμοῦλοι, singular: βασμοῦλος) were the descendants of mixed Byzantine Greek and "Latin" (West European, most often Italian) unions during the last centuries of the Byzantine Empire. As the Gasmouloi were enrolled as marines in the Byzantine navy by Emperor Michael VIII Palaiologos (r. 1259–1261), the term eventually lost its ethnic connotations and came to be applied generally to those owing a military service from the early 14th century on. rdf:langString
Les Gasmules (en grec : γασμοῦλοι) sont les descendants d'unions entre Byzantins et « Latins » (ce terme désigne ceux venant d'Europe occidentale, principalement les Italiens) lors des derniers siècles de l'Empire byzantin. Du fait que les Gasmules sont engagés comme fantassins de marine dans la marine byzantine par l'empereur Michel VIII Paléologue, le terme finit par perdre sa connotation ethnique pour s'appliquer à ceux qui doivent le service militaire à partir du début du XIVe siècle. rdf:langString
Gasmouloi (grecki: γασμοῦλοι) lub Vasmouloi (grecki:βασμοῦλοι) – historyczne określenie na dzieci z mieszanych małżeństw grecko-łacińskich. Funkcjonowało w ostatnich wiekach istnienia Bizancjum, od czasu IV krucjaty, która spowodowała powstanie na terenach cesarstwa a co za tym idzie, także duży napływ kupców, osadników i rycerzy z Europy Zachodniej. Termin stracił swoje etniczne konotacje w wyniku działalności cesarza Michała VIII Paleologa, który masowo powoływał Gasmouloi do służby we flocie bizantyjskiej. Z powodu dużej liczby Gasmouloi służących na statkach, zaczęto w końcu określać tak wszystkich marynarzy. rdf:langString
Os Gasmulos (em grego: γασμοῦλοι; romaniz.: Gasmouloi, singular: γασμοῦλος; gasmoulos) ou Vasmulos (βασμοῦλοι, singular: βασμοῦλος) era a designação aplicada aos descendentes de uniões entre Gregos bizantinos e "Latinos" (europeus ocidentais, mais frequentemente Italianos) durante os últimos séculos do Império Bizantino. Devido aos gasmulos terem sido recrutados como marinheiros na marinha bizantina pelo imperador Miguel VIII Paleólogo, o termo acabou por perder a sua conotação étnica e passou a ser aplicado de forma genérica aqueles que eram obrigados a prestar serviço militar a partir do século XIV. rdf:langString
Με την ονομασία Γασμούλοι φέρονταν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία τα άτομα - γόνοι που προέρχονταν από μικτούς γάμους μεταξύ Ελλήνων και Φράγκων - Ενετών, φαινόμενο που πρωτοεμφανίσθηκε στη περίοδο της Φραγκοκρατίας. Ετυμολογικά η ονομασία αυτή προέρχεται εκ της γαλλικής gars, που φέρεται ως αρχαιότερος τύπος του σημερινού garçon, και από τη λατινική mulus, (garsmulus), όπου αρχικά στην Πελοπόννησο και κατ' επέκταση σ' ολόκληρη την Ελλάδα σημαίνει νόθος. Μετά την κατάλυση της αυτοκρατορίας οι Γασμούλοι μεταβλήθηκαν σε υπηρέτες, αγρότες και κάποιοι εξ αυτών εξελίχθηκαν σε πειρατές. rdf:langString
Газмулы (газмули, гасмулы, греч. γασμοῦλος, мн. ч. γασμοῦλοι) — потомки смешанных греко-итальянских или греко-франкских семей времён франкократии. В большинстве случаев газмулы представляли собой детей, часто незаконнорождённых, появившихся на свет в результате связей западноевропейских рыцарей и/или итальянских купцов (позднее также представителей венецианских правящих династий на островах) с местными женщинами греческого, реже албанского, происхождения, которые часто исполняли роль домашней прислуги при дворе, содержались в качестве наложниц, рабынь, и т. д. За более чем 300-летний период существования Латинской империи и её осколков, газмулы превратились в особую касту, занявшую своё место в профессиональной иерархии Балкан и Византиивремён позднего средневековья. Мужчины-газмулы были п rdf:langString
rdf:langString Gasmulen
rdf:langString Γασμούλοι
rdf:langString Gasmouloi
rdf:langString Gasmules
rdf:langString Gasmouloi
rdf:langString Gasmulos
rdf:langString Газмулы
xsd:integer 25246170
xsd:integer 1016935883
rdf:langString Mark
rdf:langString Bartusis
xsd:integer 823
rdf:langString Gasmoulos
rdf:langString Με την ονομασία Γασμούλοι φέρονταν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία τα άτομα - γόνοι που προέρχονταν από μικτούς γάμους μεταξύ Ελλήνων και Φράγκων - Ενετών, φαινόμενο που πρωτοεμφανίσθηκε στη περίοδο της Φραγκοκρατίας. Ετυμολογικά η ονομασία αυτή προέρχεται εκ της γαλλικής gars, που φέρεται ως αρχαιότερος τύπος του σημερινού garçon, και από τη λατινική mulus, (garsmulus), όπου αρχικά στην Πελοπόννησο και κατ' επέκταση σ' ολόκληρη την Ελλάδα σημαίνει νόθος. Παρά ταύτα στην στρατιωτική ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οι Γασμούλοι φέρονται να συγκροτούσαν ειδικό στρατιωτικό σώμα που λεγόταν "Γασμουλικό" ή "Βασμουλικό" το οποίο και διακρίθηκε σε πολλούς αγώνες. Τέτοιο στρατιωτικό σώμα χρησιμοποίησε και ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος ακόμα και στο Βυζαντινό ναυτικό στην αναδιοργάνωσή του και επάνδρωσή του σε κωπηλάτες που παρέμειναν μέχρι τη διάλυση του αυτοκρατορικού στόλου που συνέβη το 1285. Κατά τις ιστορικές σημειώσεις του Ν. Γρηγορά, οι Γασμούλοι λόγω του απείθαρχου χαρακτήρα τους έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις διάφορες εμφύλιες διαμάχες. Μετά την κατάλυση της αυτοκρατορίας οι Γασμούλοι μεταβλήθηκαν σε υπηρέτες, αγρότες και κάποιοι εξ αυτών εξελίχθηκαν σε πειρατές. Επί Ενετοκρατίας ανάλογη κατηγορία τέτοιων μιγάδων χρησιμοποιήθηκε και από το Δουκάτο του Αρχιπελάγους. Στη τοπική κυκλαδίτικη διάλεκτο ονομάζονταν "βασμούλοι" που χρησιμοποιούνταν ως ενδιάμεση τάξη μεταξύ ελευθέρων και δούλων. Χρησιμοποιούνταν δηλαδή σε διάφορες εργασίες - αγγαρείες τόσο στη ξηρά όσο και στη θάλασσα τις καλούμενες "βασμουλίες" χωρίς να έχουν το δικαίωμα απόκτησης περιουσίας τόσο οι ίδιοι όσο και οι απογόνοι τους.
rdf:langString Die Gasmulen oder Gasmuli (mittelgriechisch γασμοῦλοι, Singular: γασμοῦλος), bzw. Vasmuli (mittelgriechisch βασμοῦλοι, Singular: βασμοῦλος) waren Personen, deren Vorfahren byzantinische Griechen und "Franken", also West-Europäer waren. Die Bezeichnung fand in den letzten Jahrhunderten des byzantinischen Reiches Verwendung, als Kreuzritter Verbindungen mit Griechinnen eingingen. Später wurden Gasmulen als Marinesoldaten in der Byzantinischen Marine von Kaiser Michael VIII. (r. 1259–1261) aufgenommen. Damit verlor die Bezeichnung ihre ethnische (abschätzige) Konnotation. Seit dem 14. Jahrhundert bezeichnete sie Militärpersonal generell.
rdf:langString The Gasmouloi (singular: Gasmoulos; Greek: γασμοῦλοι, singular: γασμοῦλος) or Vasmouloi (singular: Vasmoulos; Greek: βασμοῦλοι, singular: βασμοῦλος) were the descendants of mixed Byzantine Greek and "Latin" (West European, most often Italian) unions during the last centuries of the Byzantine Empire. As the Gasmouloi were enrolled as marines in the Byzantine navy by Emperor Michael VIII Palaiologos (r. 1259–1261), the term eventually lost its ethnic connotations and came to be applied generally to those owing a military service from the early 14th century on.
rdf:langString Les Gasmules (en grec : γασμοῦλοι) sont les descendants d'unions entre Byzantins et « Latins » (ce terme désigne ceux venant d'Europe occidentale, principalement les Italiens) lors des derniers siècles de l'Empire byzantin. Du fait que les Gasmules sont engagés comme fantassins de marine dans la marine byzantine par l'empereur Michel VIII Paléologue, le terme finit par perdre sa connotation ethnique pour s'appliquer à ceux qui doivent le service militaire à partir du début du XIVe siècle.
rdf:langString Gasmouloi (grecki: γασμοῦλοι) lub Vasmouloi (grecki:βασμοῦλοι) – historyczne określenie na dzieci z mieszanych małżeństw grecko-łacińskich. Funkcjonowało w ostatnich wiekach istnienia Bizancjum, od czasu IV krucjaty, która spowodowała powstanie na terenach cesarstwa a co za tym idzie, także duży napływ kupców, osadników i rycerzy z Europy Zachodniej. Termin stracił swoje etniczne konotacje w wyniku działalności cesarza Michała VIII Paleologa, który masowo powoływał Gasmouloi do służby we flocie bizantyjskiej. Z powodu dużej liczby Gasmouloi służących na statkach, zaczęto w końcu określać tak wszystkich marynarzy.
rdf:langString Os Gasmulos (em grego: γασμοῦλοι; romaniz.: Gasmouloi, singular: γασμοῦλος; gasmoulos) ou Vasmulos (βασμοῦλοι, singular: βασμοῦλος) era a designação aplicada aos descendentes de uniões entre Gregos bizantinos e "Latinos" (europeus ocidentais, mais frequentemente Italianos) durante os últimos séculos do Império Bizantino. Devido aos gasmulos terem sido recrutados como marinheiros na marinha bizantina pelo imperador Miguel VIII Paleólogo, o termo acabou por perder a sua conotação étnica e passou a ser aplicado de forma genérica aqueles que eram obrigados a prestar serviço militar a partir do século XIV.
rdf:langString Газмулы (газмули, гасмулы, греч. γασμοῦλος, мн. ч. γασμοῦλοι) — потомки смешанных греко-итальянских или греко-франкских семей времён франкократии. В большинстве случаев газмулы представляли собой детей, часто незаконнорождённых, появившихся на свет в результате связей западноевропейских рыцарей и/или итальянских купцов (позднее также представителей венецианских правящих династий на островах) с местными женщинами греческого, реже албанского, происхождения, которые часто исполняли роль домашней прислуги при дворе, содержались в качестве наложниц, рабынь, и т. д. За более чем 300-летний период существования Латинской империи и её осколков, газмулы превратились в особую касту, занявшую своё место в профессиональной иерархии Балкан и Византиивремён позднего средневековья. Мужчины-газмулы были профессиональными военными моряками, позднее наёмниками в рядах византийской, венецианской и османской армий. Само название газмулы, по-видимому, восходит к соединению тур. «гази» (Воин) и лат. «мули/муляри» (мул), то есть буквально «наёмный воин смешанного происхождения». К концу XIV века термин постепенно утрачивал своё этническое описание и употреблялся для обозначения любых военно-морских пехотинцев (в том числе наёмников) в Восточном Средиземноморье.
xsd:nonNegativeInteger 6160

data from the linked data cloud