Ahimelech
http://dbpedia.org/resource/Ahimelech an entity of type: Thing
أخيمالك (بالعبرية: אֲחִימֶ֫לֶך)، ومعناه أخو الملك، ابن أخيطوب ووالد أبياثار، هو شخصية توراتية والكاهن الأعظم لبني إسرائيل في زمن النبي داود، ينحدر من نسل إيثامار بن النبي هارون وهو حفيد الكاهن الأعظم عالي.
rdf:langString
Ahimelech (Hebrew: אֲחִימֶלֶך ʾĂḥīmeleḵ, "my brother is king"/"brother of a king"), the son of Ahitub and father of Abiathar (1 Samuel 22:20–23), but described as the son of Abiathar in 2 Samuel 8:17 and in four places in 1 Chronicles. He descended from Aaron's son Ithamar and the High Priest of Israel Eli. In 1 Chronicles 18:16 his name is Abimelech according to the Masoretic Text, and is probably the same as Ahiah (1 Samuel 14:3, 18).
rdf:langString
Ahimelech (bahasa Ibrani: אֲחִימֶ֫לֶך ’Ăḥîmeleḵ, "saudara seorang raja"), adalah putra Ahitub dan ayahanda Abyatar (1 Samuel 22:20-23:KJV), tetapi ia digambarkan sebagai putra Abyatar di 2 Samuel 8:17:KJV dan di empat tempat dalam 1 Tawarikh. Dia adalah keturunan dari putra Aaron Itamar dan Imam Besar Israel Eli. Dalam 1 Tawarikh 18:16:KJV namanya adalah Abimelek menurut Teks Masoret, dan mungkin sama dengan Ahiah (1 Samuel 18#KJV 14:3, 18:KJV).
rdf:langString
Achimelech, o Ahimelech (ebraico: אֲחִימֶ֫לֶך 'Ăḥîmeleḵ, "fratello di un re"), figlio di Ahitub e padre di Abiathar (1 Samuele 22: 20-23), ma descritto come il figlio di Abiathar in 2 Samuele 8:17 e in quattro punti nei due testi Libri delle Cronache. Discendeva da Itamar, figlio di Aronne, e dal Sommo Sacerdote d'Israele. In Libri delle Cronache 18:16 il suo nome è Abimelech come nel testo masoretico, ed è probabilmente lo stesso di Ahiah (1 Samuele 14: 3, 18).
rdf:langString
アヒメレクは、旧約聖書に登場する人物。エブヤタルの子で、ノブの祭司だった人物である。 サウル王から逃亡したダビデが、ノブの祭司アヒメレクの所に立ち寄った。彼は、ダビデとその従者に、聖所で祭司だけが食べることのできるパンとペリシテ人のゴリアテの剣を与えた。 この一件がサウルに伝えられ、彼はダビデを反乱を幇助した者として、仲間の祭司と共に殺された。 詩篇52篇はこの状況で作られた。 新約聖書の時代、イエス・キリストは安息日に弟子たちが麦畑の穂を摘んで食べたことをパリサイ人が非難したとき、この出来事を引用して反論した。
rdf:langString
Achimelek − postać biblijna z Pierwszej Księgi Samuela. Był to kapłan z Nob, który pomógł Dawidowi w czasie jego ucieczki przed królem Saulem. Dał Dawidowi chleb z ołtarza i miecz Goliata. Kiedy Saul dowiedział się o tym, kazał zgładzić Achimeleka, współpracujących z nim kapłanów oraz wszystkich ludzi z Nob.
rdf:langString
Ахимелех (др.-евр. אחימלך) — ветхозаветный персонаж; иудейский первосвященник, вероятно, сын Ахии и внук Ахитува, хотя часто называется его сыном (1 Цар. XXII, 9, 20). По мнению некоторых библеистов, Ахимелех и Ахия — одно и то же лицо. Потомок Аарона по линии Ифамара, преемник Илия по первосвященству в Нобе (Номве).
rdf:langString
本條目出自已經處於公有領域的:Easton, Matthew George. article name needed. 伊斯頓聖經辭典 New and revised. T. Nelson and Sons. 1897. 亚希米勒(希伯来语意为“国王的兄弟”),赫人,是的儿子,大祭司亚比亚他的父亲。他是以利的后裔。他是第12任大祭司,住在。大卫及其同伴逃避扫罗追捕时曾逃至此处,得到他赠与的5块陈设饼和歌利亞的劍作護身武器。由于告发他私通大卫,他和挪伯的众祭司共86人被召到扫罗那里,被判处死刑。死刑由以东人多益执行 (撒母耳记上22:9-23)。可能亚比亚他有一个儿子也称为亚希米勒。
rdf:langString
Achímelek (hebrejsky אחימלך – „bratr (můj je) král“, v kralickém překladu Achimelech) je postava z hebrejské bible, kde se o něm píše především v 21. a 22. kapitole 1. knihy Samuelovy. Jeho otcem byl a on sám byl knězem v . Příběh s jedením předkladných chlebů později používá v Novém Zákoně Ježíš Kristus při vysvětlování smyslu šabatu.
rdf:langString
Ο Αχιμέλεχ ή Αβιμέλεχ που σημαίνει «αδελφός βασιλιά», πιθανώς και Αχιά που σημαίνει «ο Ιεχωβά είναι αδελφός [μου]», είναι πρόσωπο που αναφέρεται στη Παλαιά Διαθήκη. Υπήρξε αρχιερέας όταν η σκηνή της μαρτυρίας βρισκόταν στη Νωβ αλλιώς Νομβά, ο εικοστός στην αρχιερατική γραμμή, που θανατώθηκε αργότερα επειδή βοήθησε τον κυνηγημένο Δαβίδ. Με αυτό το όνομα υπήρχε επίσης ένας Χεττίτης, φίλος του βασιλέα Δαβίδ και ο Αχιμέλεχ ο γιος του Αβιάθαρ.
rdf:langString
Ahimelech (hebräisch אֲחִימֶלֶךְ) ist eine Person aus dem Tanach. Der Name bedeutet etwa „mein Bruder ist König“. Nach der Erzählung in 1 Sam 21f ist Ahimelech der Priester von Nob, zu dem David auf der Flucht vor Saul gelangt. Ahimelech gibt David von den Schaubroten als Speise und überreicht ihm das Schwert Goliaths, den David Jahre zuvor getötet hat. Doeg, ein Edomiter, der von Saul als Herr über die Hirten eingesetzt worden ist, verrät dies an König Saul. Daraufhin verhört Saul Ahimelech und will ihn umbringen lassen. Da sich seine Männer jedoch weigern, einen Priester JHWHs zu ermorden, begeht der Edomiter Doeg schließlich diese Tat. Außerdem lässt Saul seine Rache an der ganzen Stadt Nob verüben. Einzig Abjatar, ein Sohn Ahimelechs, kann entrinnen.
rdf:langString
Ajimelec o Ajimelech o Ahimelec "Mi hermano es rey", fue un sacerdote, posiblemente Sumo sacerdote en la ciudad de Nob en los tiempos del rey bíblico Saúl y de David. Cuando Saúl comenzó a tener celos de los éxitos de David le desterró. David se fue a vivir a una cueva y se hizo jefe de una banda. Pidió entonces al sacerdote Ajimelec panes para alimentar a su gente. Éste le indicó que le diera alguna prueba dado que viajaba solo. David afirmó que venía en misión especial encomendada por el rey Saúl. Entonces, a falta de otra cosa, le ofreció los panes de la proposición que eran considerados sagrados. David tuvo que asegurar que él y los suyos estaban puros de comercio con mujeres. A continuación exigió al sacerdote que le entregase la espada de Goliat que se hallaba colocada en el templo c
rdf:langString
Achimélech (אחימלך, Αβιμελεχ) est un personnage biblique, cité dans le Premier livre de Samuel. Il est grand-prêtre de (en), puisque le Tabernacle avait été installé alors à Nob. Achimélech est fils d'Achitob et père d'Abiathar (le seul de ses fils qui survécut au massacre de Nob et rejoignit David). Achimélech est aussi frère d'Achias, mais selon un grand nombre de biblistes, Achimélech et Achias seraient en fait la même personne. Il descend d'Aaron par la lignée d'Ithamar.
rdf:langString
Achimelech (Hebreeuws: אחימלך, ’Ăḥîmeleḵ, "mijn broeder / vriend is koning") was volgens de Hebreeuwse Bijbel een hogepriester van de Israëlieten. Hij was de zoon van Ahitub en achterkleinzoon van Eli. Tijdens de regering van koning Saul woonde hij in Nob.
rdf:langString
Aimeleque, filho de Aitube, foi Sumo Sacerdote de Israel em c. . Quando Davi escapou de Saul com ajuda de Jônatas, foi ter com Aimeleque, em . Este alimentou-o e entregou-lhe a , mas Doegue, o idumeu, servo de Saul, estavá lá, e viu tudo. Doegue contou a Saul que Aimeleque havia ajudado Davi, e Saul chamou Aimeleque e seus parentes à sua presença, e ordenou a morte de todos os sacerdotes. Do massacre, apenas Abiatar, filho de Aimeleque, sobreviveu, e fugiu para Davi.
rdf:langString
rdf:langString
أخيمالك
rdf:langString
Achímelek
rdf:langString
Ahimelech
rdf:langString
Αχιμέλεχ
rdf:langString
Ahimelech
rdf:langString
Ajimelec
rdf:langString
Achimélech
rdf:langString
Ahimelek
rdf:langString
Achimelech
rdf:langString
Achimelech
rdf:langString
アヒメレク (ノブの祭司)
rdf:langString
Achimelek
rdf:langString
Aimeleque
rdf:langString
Ахимелех (первосвященник)
rdf:langString
亚希米勒
xsd:integer
68613
xsd:integer
1103927230
rdf:langString
Achímelek (hebrejsky אחימלך – „bratr (můj je) král“, v kralickém překladu Achimelech) je postava z hebrejské bible, kde se o něm píše především v 21. a 22. kapitole 1. knihy Samuelovy. Jeho otcem byl a on sám byl knězem v . Navštívil jej David se svými společníky, když byli na útěku před Saulem. Achímelek jim dal posvěcený , protože jiný neměl, a také meč zabitého Goliáše. Svědkem Achímelekovi pohostinnosti byl ovšem Saulův voják , který Achímeleka Saulovi udal. Saul pak rozhodl, že Achímelek i jeho rodina a jeho kněží musí být zabiti, přičemž o provedení rozsudku se postaral sám Dóeg. Byli zabiti všichni kromě Achímelekova syna . Příběh s jedením předkladných chlebů později používá v Novém Zákoně Ježíš Kristus při vysvětlování smyslu šabatu.
rdf:langString
أخيمالك (بالعبرية: אֲחִימֶ֫לֶך)، ومعناه أخو الملك، ابن أخيطوب ووالد أبياثار، هو شخصية توراتية والكاهن الأعظم لبني إسرائيل في زمن النبي داود، ينحدر من نسل إيثامار بن النبي هارون وهو حفيد الكاهن الأعظم عالي.
rdf:langString
Ο Αχιμέλεχ ή Αβιμέλεχ που σημαίνει «αδελφός βασιλιά», πιθανώς και Αχιά που σημαίνει «ο Ιεχωβά είναι αδελφός [μου]», είναι πρόσωπο που αναφέρεται στη Παλαιά Διαθήκη. Υπήρξε αρχιερέας όταν η σκηνή της μαρτυρίας βρισκόταν στη Νωβ αλλιώς Νομβά, ο εικοστός στην αρχιερατική γραμμή, που θανατώθηκε αργότερα επειδή βοήθησε τον κυνηγημένο Δαβίδ. Ο Αχιμέλεχ ήταν γιος του Αχιτώβ και σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση παρέδωσε στον άοπλο φυγά Δαβίδ 5 καρβέλια αγιασμένου άρτου και το ξίφος του Γολιάθ, όταν εκείνος κρυβόταν καταδιωκόμενος από τον Σαούλ. Κατηγορούμενος για ανυπακοή εξαιτίας της καλοσύνης που έδειξε στον Δαβίδ, κλήθηκε από τον βασιλέα Σαούλ βάσει πληροφοριών που παρέσχε ο Δωήκ (Δωέγ) ο Εδωμίτης και καταδικάστηκε σε θάνατο, μαζί με την οικογένειά του και τους άλλους 85 ιερείς που παρίσταντο. Η ποινή εκτελέστηκε από τον ίδιο τον Δωήκ ανηλεώς καθώς «τη Νωβ, την πόλη των ιερέων, την πάταξε με την κόψη του σπαθιού, άντρα και γυναίκα, παιδί και βρέφος που θηλάζει, ταύρο και γαϊδούρι και πρόβατο με την κόψη του σπαθιού». Αιώνες αργότερα, ο Ιησούς αναφέρθηκε σε εκείνο το περιστατικό. Σύμφωνα με την αφήγηση του ευαγγελιστή Ματθαίου, όταν πέρασε με τους μαθητές του μέσα από σπαρμένα χωράφια και έτριψαν στάχυα με τα χέρια τους για να φάνε τους σπόρους του σιταριού, οι Φαρισαίοι τούς κατηγόρησαν για παραβίαση του νόμου για το Σάββατο. Ο Ιησούς τούς αποκρίθηκε: «Δε διαβάσατε στη Γραφή τι έκανε ο Δαβίδ όταν πείνασε αυτός κι οι σύντροφοί του; Πως μπήκε στο ναό του Θεού, κι έφαγε τους άρτους της προθέσεως, που δεν επιτρεπόταν από το νόμο να τους φάει ούτε αυτός ούτε οι σύντροφοί του παρά μόνο οι ιερείς;» Και συνέχισε λέγοντας: «Εδώ έχουμε κάτι ανώτερο από το ναό. Κι αν είχατε καταλάβει τι σημαίνει "αγάπη θέλω και όχι θυσία", δε θα καταδικάζατε αυτούς τους αθώους ανθρώπους. Άλλωστε ο εξουσιάζει και το Σάββατο». Με αυτό το όνομα υπήρχε επίσης ένας Χεττίτης, φίλος του βασιλέα Δαβίδ και ο Αχιμέλεχ ο γιος του Αβιάθαρ. Όσον αφορά στα πρόσωπα που παρουσιάζονται με τα ίδια ονόματα είτε ερμηνεύονται από το ότι πιθανώς ο Αβιάθαρ είχε δύο γιους με το όνομα Αχιμελέχ ή όπως πιστεύουν άλλοι, ότι εκ παραδρομής το όνομα βρίσκεται στο 2 Σαμουήλ 8:17 και στο 1 Χρονικών 18:16.
rdf:langString
Ahimelech (hebräisch אֲחִימֶלֶךְ) ist eine Person aus dem Tanach. Der Name bedeutet etwa „mein Bruder ist König“. Nach der Erzählung in 1 Sam 21f ist Ahimelech der Priester von Nob, zu dem David auf der Flucht vor Saul gelangt. Ahimelech gibt David von den Schaubroten als Speise und überreicht ihm das Schwert Goliaths, den David Jahre zuvor getötet hat. Doeg, ein Edomiter, der von Saul als Herr über die Hirten eingesetzt worden ist, verrät dies an König Saul. Daraufhin verhört Saul Ahimelech und will ihn umbringen lassen. Da sich seine Männer jedoch weigern, einen Priester JHWHs zu ermorden, begeht der Edomiter Doeg schließlich diese Tat. Außerdem lässt Saul seine Rache an der ganzen Stadt Nob verüben. Einzig Abjatar, ein Sohn Ahimelechs, kann entrinnen. Auf die Episode in 1. Sam 21f. nimmt auch die Überschrift von Ps 52 Bezug. Im Neuen Testament erinnert Jesus an Davids Erfahrung mit Ahimelech (Mt 12,3f par. Mk 2,25f; Luk 6,3f).
rdf:langString
Ahimelech (Hebrew: אֲחִימֶלֶך ʾĂḥīmeleḵ, "my brother is king"/"brother of a king"), the son of Ahitub and father of Abiathar (1 Samuel 22:20–23), but described as the son of Abiathar in 2 Samuel 8:17 and in four places in 1 Chronicles. He descended from Aaron's son Ithamar and the High Priest of Israel Eli. In 1 Chronicles 18:16 his name is Abimelech according to the Masoretic Text, and is probably the same as Ahiah (1 Samuel 14:3, 18).
rdf:langString
Ajimelec o Ajimelech o Ahimelec "Mi hermano es rey", fue un sacerdote, posiblemente Sumo sacerdote en la ciudad de Nob en los tiempos del rey bíblico Saúl y de David. Cuando Saúl comenzó a tener celos de los éxitos de David le desterró. David se fue a vivir a una cueva y se hizo jefe de una banda. Pidió entonces al sacerdote Ajimelec panes para alimentar a su gente. Éste le indicó que le diera alguna prueba dado que viajaba solo. David afirmó que venía en misión especial encomendada por el rey Saúl. Entonces, a falta de otra cosa, le ofreció los panes de la proposición que eran considerados sagrados. David tuvo que asegurar que él y los suyos estaban puros de comercio con mujeres. A continuación exigió al sacerdote que le entregase la espada de Goliat que se hallaba colocada en el templo como un trofeo sagrado. Este episodio ha sido representado frecuentemente en el arte, tanto en escultura como en pintura. Un ejemplo puede verse en los relieves en bronce del Transparente de la catedral de Toledo. Sin embargo, la generosidad de Ajimelec la perdió pues fue acusado de traición ante Saúl y él y todos los sacerdotes de la escuela de profetas fueron asesinados por (pues ninguno de los soldados de Saúl se atrevió a asesinar a los sacerdotes). El episodio de los panes es recordado por Jesús en el Evangelio para promover la versatilidad y el amor al prójimo en contra del legalismo y frialdad de los fariseos aunque Jesús refiere el hecho al hijo de Ajimelec, Abiatar.
rdf:langString
Ahimelech (bahasa Ibrani: אֲחִימֶ֫לֶך ’Ăḥîmeleḵ, "saudara seorang raja"), adalah putra Ahitub dan ayahanda Abyatar (1 Samuel 22:20-23:KJV), tetapi ia digambarkan sebagai putra Abyatar di 2 Samuel 8:17:KJV dan di empat tempat dalam 1 Tawarikh. Dia adalah keturunan dari putra Aaron Itamar dan Imam Besar Israel Eli. Dalam 1 Tawarikh 18:16:KJV namanya adalah Abimelek menurut Teks Masoret, dan mungkin sama dengan Ahiah (1 Samuel 18#KJV 14:3, 18:KJV).
rdf:langString
Achimélech (אחימלך, Αβιμελεχ) est un personnage biblique, cité dans le Premier livre de Samuel. Il est grand-prêtre de (en), puisque le Tabernacle avait été installé alors à Nob. Achimélech est fils d'Achitob et père d'Abiathar (le seul de ses fils qui survécut au massacre de Nob et rejoignit David). Achimélech est aussi frère d'Achias, mais selon un grand nombre de biblistes, Achimélech et Achias seraient en fait la même personne. Il descend d'Aaron par la lignée d'Ithamar. Quand David s'enfuit de chez Saül à Nob, Achimélech lui donna du (en) pourtant réservé aux seuls prêtres sacrificateurs. Il le donna donc en signe de nécessité et de bienvenue. De plus il lui donna aussi l'épée de Goliath le Philistin, tué auparavant par David dans la vallée des Térébinthes. Achimélech et quatre-vingt-quatre prêtres furent tués plus tard par (en) sur ordre de Saül (1 Sam XXII, 18) pour avoir accueilli ainsi David, puis tous les habitants de la ville de Nob, ville sacerdotale, « hommes et femmes, enfants et nourrissons, bœufs, ânes et brebis, furent passés au fil de l’épée. » Par la suite, le pontificat passa sous le règne de David non seulement dans la lignée d'Ithamar (par Abiathar à l'autel de Jérusalem), mais aussi dans celle d'Éléazar (par Sadoc à l'autel de Gabaon, comme l'avait voulu Saül après le massacre de Nob). Ainsi David, de même qu'il réunit dans la nation des Hébreux les partis de Juda et d'Israël, en sa personne royale, de même permit-il que deux grands prêtres pussent coexister. Il lui est fait allusion dans le Nouveau Testament lorsque Jésus se souvient de la fuite de David chez Achimélech et du don du pain de proposition (Matthieu 12,3f ; Marc 2,25 ; Luc 6,3), rappelant que « le sabbat a été fait pour l'homme et non pas l'homme pour le sabbat. » La loi n'est pas enfreinte s'il y a nécessité.
rdf:langString
Achimelech, o Ahimelech (ebraico: אֲחִימֶ֫לֶך 'Ăḥîmeleḵ, "fratello di un re"), figlio di Ahitub e padre di Abiathar (1 Samuele 22: 20-23), ma descritto come il figlio di Abiathar in 2 Samuele 8:17 e in quattro punti nei due testi Libri delle Cronache. Discendeva da Itamar, figlio di Aronne, e dal Sommo Sacerdote d'Israele. In Libri delle Cronache 18:16 il suo nome è Abimelech come nel testo masoretico, ed è probabilmente lo stesso di Ahiah (1 Samuele 14: 3, 18).
rdf:langString
アヒメレクは、旧約聖書に登場する人物。エブヤタルの子で、ノブの祭司だった人物である。 サウル王から逃亡したダビデが、ノブの祭司アヒメレクの所に立ち寄った。彼は、ダビデとその従者に、聖所で祭司だけが食べることのできるパンとペリシテ人のゴリアテの剣を与えた。 この一件がサウルに伝えられ、彼はダビデを反乱を幇助した者として、仲間の祭司と共に殺された。 詩篇52篇はこの状況で作られた。 新約聖書の時代、イエス・キリストは安息日に弟子たちが麦畑の穂を摘んで食べたことをパリサイ人が非難したとき、この出来事を引用して反論した。
rdf:langString
Achimelech (Hebreeuws: אחימלך, ’Ăḥîmeleḵ, "mijn broeder / vriend is koning") was volgens de Hebreeuwse Bijbel een hogepriester van de Israëlieten. Hij was de zoon van Ahitub en achterkleinzoon van Eli. Tijdens de regering van koning Saul woonde hij in Nob. Hoewel 1 Samuel 14:3 zegt dat Achimelechs vader Ahitub werd opgevolgd door Achia, wordt over het algemeen aangenomen dat dit Achimelech aanduidt, wat zou betekenen dat Achimelech Saul heeft vergezeld op veldtochten. Sommige commentatoren veronderstellen echter dat Achia en Achimelech broers waren en beiden het ambt van hogepriester bekleedden, Achia in Gibea of Kirjath-jearim en Achimelech in Nob.
rdf:langString
Achimelek − postać biblijna z Pierwszej Księgi Samuela. Był to kapłan z Nob, który pomógł Dawidowi w czasie jego ucieczki przed królem Saulem. Dał Dawidowi chleb z ołtarza i miecz Goliata. Kiedy Saul dowiedział się o tym, kazał zgładzić Achimeleka, współpracujących z nim kapłanów oraz wszystkich ludzi z Nob.
rdf:langString
Ахимелех (др.-евр. אחימלך) — ветхозаветный персонаж; иудейский первосвященник, вероятно, сын Ахии и внук Ахитува, хотя часто называется его сыном (1 Цар. XXII, 9, 20). По мнению некоторых библеистов, Ахимелех и Ахия — одно и то же лицо. Потомок Аарона по линии Ифамара, преемник Илия по первосвященству в Нобе (Номве).
rdf:langString
Aimeleque, filho de Aitube, foi Sumo Sacerdote de Israel em c. . Quando Davi escapou de Saul com ajuda de Jônatas, foi ter com Aimeleque, em . Este alimentou-o e entregou-lhe a , mas Doegue, o idumeu, servo de Saul, estavá lá, e viu tudo. Doegue contou a Saul que Aimeleque havia ajudado Davi, e Saul chamou Aimeleque e seus parentes à sua presença, e ordenou a morte de todos os sacerdotes. Os homens do rei não quiseram cumprir a ordem, então Saul ordenou a Doegue, que matou 85 sacerdotes (literalmente, homens que vestiam o efode de linho), e, em Node, homens, mulheres, meninos e crianças que amamentavam, além de bois, jumentos e ovelhas. Do massacre, apenas Abiatar, filho de Aimeleque, sobreviveu, e fugiu para Davi.
rdf:langString
本條目出自已經處於公有領域的:Easton, Matthew George. article name needed. 伊斯頓聖經辭典 New and revised. T. Nelson and Sons. 1897. 亚希米勒(希伯来语意为“国王的兄弟”),赫人,是的儿子,大祭司亚比亚他的父亲。他是以利的后裔。他是第12任大祭司,住在。大卫及其同伴逃避扫罗追捕时曾逃至此处,得到他赠与的5块陈设饼和歌利亞的劍作護身武器。由于告发他私通大卫,他和挪伯的众祭司共86人被召到扫罗那里,被判处死刑。死刑由以东人多益执行 (撒母耳记上22:9-23)。可能亚比亚他有一个儿子也称为亚希米勒。
xsd:nonNegativeInteger
3379